λευκόπτερος — white winged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόπτερον — λευκόπτερος white winged masc/fem acc sg λευκόπτερος white winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοπτέρου — λευκόπτερος white winged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοπτέρῳ — λευκόπτερος white winged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόπτερε — λευκόπτερος white winged masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόπτεροι — λευκόπτερος white winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκοπτέρυξ — λευκοπτέρυξ, υγος, ό, ἡ (Α) (πιθ. γραφ.) λευκόπτερος … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek