λευκόπτερος

λευκόπτερος
-η, -ο (Α λευκόπτερος, -ον)
(για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ.
β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.)
αρχ.
1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.)
2. περιχαρής («λευκόπτερος ἡμέρα», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκόπτερος — white winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκόπτερον — λευκόπτερος white winged masc/fem acc sg λευκόπτερος white winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκοπτέρου — λευκόπτερος white winged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκοπτέρῳ — λευκόπτερος white winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκόπτερε — λευκόπτερος white winged masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκόπτεροι — λευκόπτερος white winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκοπτέρυξ — λευκοπτέρυξ, υγος, ό, ἡ (Α) (πιθ. γραφ.) λευκόπτερος …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”